- zurlare
- гл.
общ. веселиться, резвиться
Итальяно-русский универсальный словарь. 2013.
Итальяно-русский универсальный словарь. 2013.
zurlare — 1zur·là·re v.intr. (avere) RE tosc. scherzare, ruzzare {{line}} {{/line}} DATA: sec. XIV. ETIMO: der. di 1zurlo con 1 are, cfr. ciurlare. 2zur·là·re v.intr. (avere) RE ven. gironzolare, bighellonare {{line}} {{/line}} DATA: sec. XX. ETIMO: der.… … Dizionario italiano
ζουρλός — ή, ό 1. ανόητος, τρελός, παράφρονας 2. πολύ ζωηρός, υπερβολικά χαρούμενος, αυτός που εκδηλώνεται παράφορα («ζουρλός απ τη χαρά του») 3. φρ. «ζουρλός παπάς σέ βάφτισε» για άνθρωπο που μωρολογεί ή προβαίνει σε πράξεις ανόητες και άκοσμες. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek